- λιτή
- η1. ολονύχτια θρησκευτική αγρυπνία.2. ο εσωτερικός νάρθηκας των βυζαντινών ναών, ο εσωνάρθηκας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λίτη — λίτη, ἡ (Μ) βλ. λίτε … Dictionary of Greek
λιτή — prayer fem nom/voc sg (attic epic ionic) λιτός simple fem nom/voc sg (attic epic ionic) λῑτή , λιτός simple fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτή — η (AM λιτή) νεοελλ. μσν. 1. μικρή εκκλησιαστική δέηση που τελείται κατά τις ολονυκτίες 2. θρησκευτική πομπή, λιτανεία 3. ο εσωτερικός νάρθηκας ή εσωνάρθηκας τών μονών αρχ. 1. ικεσία, παράκληση, δέηση («ὡς οὐδέν ἡμῑν ἤρκεσαν λιταὶ θεῶν», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek
λιτῇ — λιτάζομαι fut ind mp 2nd sg (doric) λιτή prayer fem dat sg (attic epic ionic) λιτός simple fem dat sg (attic epic ionic) λῑτῇ , λιτός simple fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτῆι — λιτῇ , λιτάζομαι fut ind mp 2nd sg (doric) λιτῇ , λιτή prayer fem dat sg (attic epic ionic) λιτῇ , λιτός simple fem dat sg (attic epic ionic) λῑτῇ , λιτός simple fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιταῖς — λιτή prayer fem dat pl λιτός simple fem dat pl λῑταῖς , λιτός simple fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιταῖσι — λιτή prayer fem dat pl (epic ionic aeolic) λιτός simple fem dat pl (epic ionic aeolic) λῑταῖσι , λιτός simple fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιταῖσιν — λιτή prayer fem dat pl (epic ionic aeolic) λιτός simple fem dat pl (epic ionic aeolic) λῑταῖσιν , λιτός simple fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιταί — λιτή prayer fem nom/voc pl λιτός simple fem nom/voc pl λῑταί , λιτός simple fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτᾶν — λιτή prayer fem gen pl (doric aeolic) λιτός simple masc/fem gen pl (doric) λῑτᾶν , λιτός simple masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)